Διαδικτυακή διάλεξη του Επιστημονικού Δ/ντή του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κ. Γιώργου Αργείτη για τους σπουδαστές της Ακαδημίας της Εργασίας (ΑτΕ) του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ με θέμα: «Οι οικονομικές εξελίξεις και τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη διαχείριση της COVID-19»

Διαδικτυακή διάλεξη του Επιστημονικού Δ/ντή του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κ. Γιώργου Αργείτη για τους σπουδαστές της Ακαδημίας της Εργασίας (ΑτΕ) του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ με θέμα: «Οι οικονομικές εξελίξεις και τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη διαχείριση της COVID-19»

 

Οι σπουδαστές της Ακαδημίας της Εργασίας (ΑτΕ) του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν, το Σάββατο 20/6 (12:00-2.00μ.μ.), τη διαδικτυακή διάλεξη του Επιστημονικού Δ/ντή του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και Καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών κ. Γιώργου Αργείτη με θέμα: «Οι οικονομικές εξελίξεις και τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη διαχείριση της COVID-19».

Η εν λόγω διάλεξη εντάσσεται στο πρόγραμμα σπουδών της ΑτΕ και συγκεκριμένα στο πλαίσιο θεματικών εργαστηρίων που υλοποιούνται διαδικτυακά με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως παρακολούθησης, με καλεσμένους ακαδημαϊκούς και προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους. Παράλληλα, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που επέφερε η υγειονομική κρίση, ανασχεδιάζεται η γενικότερη λειτουργία της ΑτΕ, αξιοποιώντας σε μεγαλύτερο βαθμό τη μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (σύγχρονης και ασύγχρονης), με σκοπό τη σταδιακή επανεκκίνηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και κυρίως τη διασφάλιση της απρόσκοπτης συνέχισής της.

Στο θεματικό εργαστήρι αναλύθηκαν οι επιπτώσεις και η διαχείριση της πανδημίας COVID-19 στην οικονομία και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και διεθνώς.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η διάλεξη επικεντρώθηκε στα νέα δεδομένα που διαφοροποιούν (σε βάθος και ένταση) την τρέχουσα οικονομική και κοινωνική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία COVID-19 διεθνώς από όλες τις προηγούμενες, με τις επίσημες εκτιμήσεις να τείνουν στη διαπίστωση ότι η κρίση αυτή τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα θα είναι χειρότερη από εκείνη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008.

Πιο συγκεκριμένα, τα νέα αυτά δεδομένα συνοψίζονται στις ακόλουθες επισημάνσεις: Η τρέχουσα οικονομική και κοινωνική κρίση: (α) ξεκίνησε από την πραγματική οικονομία και ειδικότερα τους κλάδους των υπηρεσιών, ως συνέπεια της πολιτικής επιλογής του lockdown, και όχι από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα η κρίση του 2007-2008, με συνέπεια να προκληθεί ένα διττό σοκ προσφοράς και ζήτησης, (β) απλώνεται οριζόντια σε όλες τις οικονομίες, αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, αλλά με ασύμμετρες επιπτώσεις, (γ) επιταχύνει ήδη συσσωρευμένες δυσλειτουργίες και ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας που αποτυπώνονταν στην προ πανδημίας τάση επιβράδυνσης των ρυθμών μεγέθυνσής της, και (δ) συμπλέκεται με τα mega-trends της κλιματικής αλλαγής, της ψηφιακής επανάστασης, της δημογραφικής προοπτικής, της μεταναστευτικής κρίσης και της γεωπολιτικής αβεβαιότητας (κυρίως στην περιοχή μας) δημιουργώντας μια νέα, πολύπλοκη και ασταθή παγκόσμια πολιτική οικονομία.

Ως εκ τούτου, η κρίση αυτή είναι αρκετά σύνθετη και πολύπλοκη στη διαχείρισή της, ενώ συνοδεύεται από ασυνήθιστα και πρωτόγνωρα μέτρα οικονομικής πολιτικής τα οποία σε μεγάλο βαθμό περιορίζουν θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων. Το μεγάλο, επίσης, ερώτημα, σύμφωνα με τον κ. Αργείτη, είναι κατά πόσο οι δυσμενείς αυτές παρεμβάσεις που έγιναν στην απασχόληση (κυρίως στις σχέσεις και τις μορφές εργασίας) θα είναι κάτι προσωρινό που θα λήξει μαζί με την υγειονομική κρίση ή εάν η εν λόγω κρίση και ο τρόπος που τη διαχειρίστηκαν οι κυβερνήσεις θα ανοίξει το δρόμο για πιο μόνιμες αντίστοιχες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας.

Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας, ο κ. Αργείτης επεσήμανε ότι οι σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 σχετίζονται αφενός με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας (παραγωγικό σύστημα – τομείς οικονομικής δραστηριότητας), το οποίο στηρίζεται κυρίως στον τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο, υπηρεσίες) με ηγετικούς κλάδους τον τουρισμό και την εστίαση που κατεξοχήν επλήγησαν από τον τρόπο διαχείρισης (οριζόντιο lockdown) της υγειονομικής κρίσης και αφετέρου με τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης (μεταξύ άλλων, διεύρυνση εποχικότητας και ελαστικών μορφών εργασίας). Στα παραπάνω πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι, κατά την τελευταία δεκαετία, επιπτώσεις στην οικονομία και την απασχόληση ως αποτέλεσμα της κρίσης χρέους του 2010. Έτσι η ελληνική οικονομία με αυτή την παραγωγική διάρθρωση και κατανομή της απασχόλησης θα αδυνατεί να αντισταθμίσει εύκολα τις απώλειες που θα καταγράψει ο ηγετικός της κλάδος μέσω λ.χ. της μεταποίησης ή του αντίστοιχα αδύναμου πρωτογενούς της τομέα.

Με αυτά δεδομένα, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας για τη χώρα μας για το 2020, σύμφωνα με το πιο δυσοίωνο σενάριο του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, εκτιμάται ότι εάν το ΑΕΠ μειωθεί κατά 10% το ποσοστό ανεργίας θα φτάσει στο 21,6% (επίπεδα 2015 περίπου). Ωστόσο, η χρονική διάρκεια της ύφεσης και η προοπτική εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια νέα φάση στασιμότητας θα καθορίσουν τις πιθανές επιπτώσεις: (α) στον όγκο της απασχόλησης και στην αύξηση της υποαπασχόλησης, (β) στους μισθούς και στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας και (γ) στις συνθήκες εργασίας των πιο ευάλωτων ομάδων εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης, εκείνων που εργάζονται με μη τυπικές μορφές απασχόλησης, των νέων και των γυναικών.

Βραχυπρόθεσμα λοιπόν, τα κρίσιμα ζητήματα για την ελληνική οικονομία με βάση τους αναπτυξιακούς περιορισμούς της, είναι πόσο γρήγορα θα αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση και συνακόλουθα πόσο γρήγορα θα επέλθει η αποκατάσταση στον τουρισμό/εστίαση και στο εμπόριο ώστε να γίνει άμεση επανεκκίνησή τους το 2021, ενώ μεσο-μακροπρόθεσμα επιβάλλεται να ξεκινήσει στη χώρα μας ένας σοβαρός διάλογος για το τι αναπτυξιακό μοντέλο έχουμε και τι θα έπρεπε να έχουμε για να αποφύγουμε στο μέλλον αντίστοιχα σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας. Αναφορικά με τους μακρο-οικονομικούς περιορισμούς της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Αργείτης εξήγησε ότι αυτοί αφορούν στο ποιοι δαπανούν σ’ αυτή την οικονομία, ποιοι δηλαδή στηρίζουν τη συνολική ζήτηση. Στο πλαίσιο αυτό, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ έχει τονίσει επανειλημμένα ότι η δαπάνη των νοικοκυριών ήταν το κύριο μακρο-οικονομικό μέγεθος που σταθεροποίησε τον πραγματικό τομέα της οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων κυμάνθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα καθιστώντας τον μακρο-οικονομικό ρόλο του συγκεκριμένου τομέα αποσταθεροποιητικό. Ωστόσο, το ισοζύγιο των νοικοκυριών βρίσκεται διαρκώς σε έλλειμμα μετά το 2012 (με μόνη εξαίρεση το β’ τρίμηνο του 2019), γεγονός που σημαίνει ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι μεγαλύτερη του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Όσον αφορά, τέλος, τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης, η εκτίμηση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ είναι ότι η χρονική διάρκεια διαχείρισής της ενδέχεται να δρομολογήσει δυναμικές που, υπό προϋποθέσεις, είναι πιθανό να επηρεάσουν αρνητικά τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους, με τις πρώτες εκτιμήσεις να προκαλούν ανησυχία, καθώς δείχνουν μια σοβαρή εκτροπή της δημοσιονομικής πορείας της χώρας.

Συμπερασματικά, ο κ. Αργείτης τόνισε ότι το μοντέλο ανάπτυξης κάθε οικονομίας είναι αυτό που θα κρίνει εν τέλει την ανάκαμψή της σε συνδυασμό με τις πολιτικές και τα χρήματα που είναι διαθέσιμα κατά περίπτωση, καθώς για παράδειγμα η Γερμανία έχει διαθέσει τριπλάσιες δαπάνες για την ανάκαμψή της συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ενώ η Ελλάδα αντίθετα παρουσιάζει πολλαπλούς περιορισμούς και δυνατότητες προς αυτή την κατεύθυνση. Για το λόγο αυτό, επεσήμανε ότι η ανάγνωση της κατάστασης, οι παρεμβάσεις και τα επιστημονικά δεδομένα προς την κατεύθυνση ανάκαμψης της οικονομίας και της αγοράς εργασίας στη χώρα μας που καταθέτει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ –όπως και το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ ως επιστημονικοί φορείς του τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργανισμού της χώρας για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα– θα πρέπει να λαμβάνονται εξίσου υπόψη, από την πλευρά της πολιτείας, με αυτά που καταθέτουν οι υπόλοιποι κοινωνικοί εταίροι στο πλαίσιο του τριμερούς διαλόγου.

Τη διαδικτυακή διάλεξη του κ. Αργείτη χαιρέτησε, κατά την έναρξή της, ο Δ/ντής των ΚΑΝΕΠ & ΙΝΕ ΓΣΕΕ κ. Χρήστος Γούλας, σκιαγραφώντας αφενός το δυσχερές νέο πλαίσιο στο οποίο καλούνται να ισορροπήσουν εργασία-οικονομία-κοινωνία και αφετέρου επισημαίνοντας τις απαιτούμενες εξισορροπητικές παρεμβάσεις που θα πρέπει να γίνουν στα εν λόγω πεδία με τη απαραίτητη και δυναμική συμβολή των κοινωνικών εταίρων, όπως λ.χ. στην ανάπτυξη θεσμικού πλαισίου για την τηλεργασία και γενικότερα σε ό,τι αφορά την προστασία των ούτως ή άλλως πληττόμενων κατά την τελευταία δεκαετία θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ο Δ/ντής σπουδών της Ακαδημίας της Εργασίας και Επίκ. Καθηγητής Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Νίκος Φωτόπουλος ευχαρίστησε, από την πλευρά του, τον κ. Αργείτη για την περιεκτική και άκρως διαφωτιστική ανάλυσή του επί του θέματος και απευθυνόμενος στους σπουδαστές της ΑτΕ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αποτελεί τύχη, όπως και για το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ συνολικότερα, να έχουν δίπλα τους αυτή «τη δεξαμενή σκέψης» του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Η διαδικτυακή διάλεξη ολοκληρώθηκε με τα ενδιαφέροντα ερωτήματα και τις παρεμβάσεις των ίδιων των σπουδαστών της ΑτΕ προς τον κ. Αργείτη, ενώ η διαλογική συζήτηση που ακολούθησε φώτισε επιμέρους πτυχές των επιπτώσεων αλλά και των προοπτικών της πολυεπίπεδης αυτής κρίσης που έχει ανακύψει από τη διαχείριση της πανδημίας COVID-19 στη χώρα μας και διεθνώς.

 

Σημείωση: Για αναλυτικότερη ενημέρωση σχετικά με τη διαχείριση και τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην οικονομία και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και διεθνώς, μπορείτε να ανατρέξετε στα πρόσφατα Δελτία Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ Μαΐου και Ιουνίου 2020.